Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Μαρακές

Στου Μαρακές την αγορά εκεί που έπεφτε του πλούτου η αχτίδα κάποτε γνώρισα μία παράξενη πεντάμορφη Ιταλίδα. Είχε στο βλέμμα της μια φλόγα χρυσοφόρα κι όλο μιλούσε για την έρημο Ζαγκόρα. Και στον καφέ και στο <<γλυκό της>> με εμπιστεύτηκε σαν άνθρωπο δικό της. Μα στων ματιών της τα μαύρα τσίνορα είδα απέραντα να μας χωρίζουν σύνορα. Των Βερβερίνων θησαυρούς που 'χαν σκεπάσει ανεμοθύελλες που τώρα έχουν κοπάσει. Ήθελε νά βρει η Αμαζόνα του Τορίνου και το πετράδι το λαμπρό του μαύρου κρίνου. Και στον καφέ και στο <<γλυκό της>> μου αποκάλυψε το μέγα μυστικό της. Μου 'δειξε χάρτες, παλιά συγγράμματα και της ερήμου τα ιερά κρυφά περάσματα. Ταξιδευτή που δε φοβήθηκες τα κύματα έχουν για σένα οι καιροί θολά μηνύματα. Έλα του Άτλαντα τα χώματα να σκάψουμε και τη φτωχή μας τη ζωή εκεί να θάψουμε. Και στον καφέ και στο <<γλυκό της>> με παρακάλαγε να γίνει το δικό της. Μαύρα τα σύννεφα μες στον θυμό της, είδα το μάταιο στο άπιαστο όνειρο της. Εγώ κυρά μου τραγουδώ μόνο τον έρωτα! Έχω στα στήθια μου ζαρκάδια ανημέρωτα. Ένα καράβι έξω από τη ράδα της Ταγγέρης των θαλασσών μου λέει πως είμαι καμηλιέρης. Δε θέλω πλούτη, χρυσά νομίσματα, έχω τα δώρα των πελάγων για κοσμήματα. Σχοινιά, καδένες, ξάρτια της άλμπουρας του Ινδικού θα 'μαι για πάντα αλητάμπουρας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου