Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Α Φ Η Γ Η Σ Η

Θυμάσαι;
Φύγε μου έλεγες, φύγε.
Προτού σε βγάλει ο χρόνος
έξω από την τροχιά του. 
Προτού γείρει θανάσιμα η μέρα
και χάσεις τις πλατωσιές της εξοχής.
Φύγε μου έλεγες, φύγε.
Και πήγαινε μου έλεγες γιατρός να γίνεις. 
Να ψηλαφίζεις χαρακτήρες.
Να εξευγενίζεις χειμώνες σταχτερούς 
που σ'έρημες καρδιές έχουν φωλιάσει.
Να μεταγγίζεις πρόσχαρα πρωινά, 
σ' εκείνους που ανήσυχα κοιμούνται.
Ντύσου καλά μου 'λεγες να μη κρυώνεις και πήγαινε
να γίνεις γιατρός.
Αδύναμες φλέβες ν' αφουγκράζεσαι
και φως να σπέρνεις σε ξένες αρτηρίες.
Πίσω σου μη κοιτάξεις.
 Τ' ακούς;
Δεν υπάρχει τίποτα για να δεις εδώ
 μου  'λεγες.
Εγώ τελείωσα.
Όταν κλείνω τα μάτια ονειρεύομαι νύχτες.
Κι όταν κλείνω  τ' αφτιά μου,
ακούω γύρω μου να χορεύουν οπτασίες.

Φύγε μου έλεγες, φύγε.
Εγώ κόπηκα σε τέσσερα σταυροδρόμια.
Μ' έχουν ξεχάσει τα επτά χρώματα
και μ' έχουν λυγίσει τα χρόνια που γιόρταζα
μαζί με τις ροδιές τις ευωχίες.
Πάρε μαζί σου το άφθαρτο του φωτός
και πήγαινε μου έλεγες.
Και όπως σου είπα:
Γονατισμένα δέντρα και παράθυρα κλειστά
μη στρέψεις να κοιτάξεις.
Φύγε.

Κι έφυγα.
Χωρίς εκείνα τα ζεστά απομεσήμερα
που έτρεχαν μέσα μου.
Χωρίς εκείνες τις φωτογραφίες που ζωντάνευαν
εμπρός μου αστροφεγγιές και νύχτες
βελούδινες.

Από τότε,
περπάτησαν πολλοί χειμώνες επάνω μου.
Διαλυμένα τοπία,
τζάμια θολά,
βροχές ακούραστες,
μ' έκρυψαν από σπαραχτικές φωνές
κι επίμονους ταχυδρόμους.

Μέχρι που κάποτε,
φύσηξε ένας βίαιος βοριάς
 και μου 'σκισε το εξώφυλλο και μου γύρισε
τις σελίδες.
Βήματα μνήμης άνοιξαν ρωγμές σε δρόμους
ξεχασμένους.
Μυστικές κουβέντες
έσπασαν τα οδοφράγματα του ορίζοντα
και βαλαντωμένη επέστρεψα στις Μυκήνες. 

Έβρεχε κείνο το πρωί, και οι υδρορροές στους δρόμους
τραγουδούσαν.
Συνοδευόμενη από άρωμα σιωπηλής
γειτονιάς,
έφτασα στην ξώπορτα που ξεβαμμένη ολότελα,
είχε παραδοθεί στην σιγουριά ενός φθαρμένου
σπάγκου. 
Καμιά μπουγαρινιά στην αυλή.
Κανένας βασιλικός στη γλάστρα.
Χωρίς μνήμη και ημέρες ξανθές
μάταια προσπάθησε η σκουριασμένη κλειδαριά
ν αντισταθεί στη θέληση του επισκέπτη.
Μοσχοβολούσαν αναφιλητά τα δωμάτια.
Στο πάτωμα, φλυαρούσαν ακατάσχετα
τα θρύψαλα μιας σπασμένης ζωής.
Ο Φεβρουάριος έμπαινε χωρίς ντροπή
απ' τα σπασμένα παράθυρα.
Τα ίχνη πάνω στο σκονισμένο τραπέζι,
σχημάτιζαν δρόμους παράλληλους
από το ισχνό ταξίδι μιας αυταπάτης.
Στο προσκέφαλο, αποτυπώματα ανθρώπινης
βροχής.
Πίσω από την πόρτα, σ' ένα καρφί κρεμασμένο
ένα μαύρο παλτό.
Που βρέθηκε τόση Αυγουστιάτικη ζέστη
στις τσέπες του;

Δε μπορεί να πέρασε από εδώ ο εαυτός μου.
Κάποιο λάθος θα έγινε.
Πρέπει να φύγω από τούτον τον αφιλόξενο
τόπο.
Πρέπει το ταχύτερο να φτάσω στον σταθμό.
 Γιατί αυτή η βροχή δεν σταματάει;
Γιατί το τρένο άργησε να 'ρθει; 
Γιατί πουλάει αυτή η γριά λουλούδια σκοτεινά
στις αποβάθρες;
Αυτή η λυπημένη φωνή τι θέλει και φωνάζει
απ' τα μεγάφωνα;
Που έχω άραγε χαθεί;
 Ποιος με ψάχνει;
Ω, αυτή η κίτρινη βροχή στα ρούχα μου,
αυτή η ζάλη αυτός ο πυρετός.
 Ο κόσμος μια παράκρουση.

Παρακαλείτε η επιβάτης που έχασε το μέλλον της,
να προσέλθει στον γκισέ του σταθμού
να παραλάβει το ξεχασμένο παρελθόν της.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου