Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Η μεγάλη μικροκαμωμένη

Την τελευταία φορά που την είδα,
μάζευε βαλαντωμένη τα χρώματα της βροχής
και προσπαθούσε να τα κάνει κουρελάκια.
Είχε κοπάσει ο σάλος του αιφνίδιου έρωτα.
Είχαν κοπεί οι δροσερές ανάσες της αγάπης.
Τα χαμόγελα της πεντάμορφης ροδιάς,
είχαν χυθεί στα πεζοδρόμια.
Με ρώτησε: Πως μπορεί να είναι ένα τέλος;
Της έδειξα την πτώση των πράσινων φύλλων
μιας αδικαιολόγητης άνοιξης
και τα τελευταία ανήσυχα δευτερόλεπτα
μιας αντίστροφης μέτρησης.
Ω, αγόρι μικρό!
Εσύ που θα πέσεις αύριο με ορμή στην αγκαλιά
εκείνης που δε γνώρισες,
και θα κοιτάς με μάτια ερωτευμένα
την Μεγάλη μικροκαμωμένη,
τούτο σου λέω τούτο:
Να μη σου λάχει τον ίσκιο της να φοβηθείς.
Να μη σου λάχει να της λες, <<φεύγω>>
και να χαίρεται.
Να μη σου λάχει να της λες, <<για σένα
έχω γεννηθεί>> και να λυπάται.
Έλα στάσου εδώ,
και ζήσε κοντά στο άφθονο γέλιο.
Και γίνε συ ο δουλευταράς.
Και γίνε συ ο νοικοκύρης του τόπου σου.
Ανέβα ψηλά αγόρι μικρό.
Ανέβα στον Όλυμπο και πίστεψε στον θρίαμβο
αν θέλεις να δεις την ανατροπή της Ρώμης.
Την τελευταία φορά που την είδα,
ζητιάνευε ((στους συνοικισμούς που βρωμούσαν))
μάτια από θάλασσα.
Κακοποιημένη βάναυσα από ξανθούς εραστές
είχε ξεχάσει παντελώς τον εαυτό της.
Μια ωραία Ελένη βουτηγμένη στο πένθος
σκοτεινών χρόνων και χαμένων γενεών.
Την τελευταία φορά που την είδα,
προσπαθούσε να συγκρατήσει τη φούστα της
μπροστά στα ξεδιάντροπα βλέμματα
χυδαίων εραστών.
Δε μου θύμιζε την Ελλάδα,
μου θύμιζε όμως τους Έλληνες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου