Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ

Ο άνεμος τους σπόρους σκόρπισε
πάνω στα πέλαγα στους κάμπους πέρα
Τη γη χρυσάφι κάποιος πότισε
και στόλισε με χρώματα τη μέρα.

Για τ' ακριβό μαντάτο οι κραυγές
ανάψανε φωτιές στις στρατορούγες 
οι νύχτες χάρισαν αστροφεγγιές 
και όλοι οι θεοί ξανθές φτερούγες.

Τον ήθελε η μοίρα βασιλιά
σημάδι το χλιμίντρισμα του ίππου
άνοιξε ο κόσμος μια αγκαλιά
κι αγκάλιασε τ' αγόρι του Φιλίππου

Του δόθηκε ολύμπια ευχή
να τον κερδίσουν οι αιώνες
του κόσμου ανάσα και ιαχή
του όρισαν να κτίσει Παρθενώνες.

Ανδρεία πήρε απ' τους θεούς
τη λάμψη που 'βλεπαν  στ' ανάστημά του 
στο διάβα του αντάμωσε τυφλούς 
π'αντίκρυσαν το φως στο πέρασμά του.

Την τόλμη του την ζήλεψαν παιδιά
που είχαν συντροφιά τους τη δειλία 
έγινε φλόγα πάθος προσευχή
και μάθημα στου κόσμου τα σχολεία.

Σε σταυροδρόμια έχτισε ναούς
και πολιτείες πήραν τ' όνομά του
με τη πυγμή θωράκισε θεούς
και μέθυσε λαούς με τ' άρωμά του.

 Έγινε μύθος στην ανατολή
στους δρόμους που περνούσαν καραβάνια
τραγούδι στα χείλη κάποιου Αλή
που έπλεκε στην έρημο στεφάνια.

Μα κάποιο βράδυ, βράδυ θολερό
ο πυρετός του έκλεισε τα μάτια
είπαν, του πρόσφεραν πικρό νερό
και ντύσανε  με νύχτες τα παλάτια.

Νύχτα στην Πέλλα έτριξε η γη
δε στάθηκε στεγνό ανθρώπου μάτι 
μαύρο το δάκρυ άνοιξε πληγή
και κύλησε στις όχθες του Εφράτη 

Τα τύμπανα σιγήσαν στην Ισσό 
δε φέγγουν οι πυρσοί της Βαβυλώνας 
σε μονοπάτι πέρασε χρυσό 
κι έμεινε για πάντα Μακεδόνας.



















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου